Ἠλειακός

Ἠλειακός
Ἠλειᾰκός or [full] Ἠλιᾰκός, ή, όν, ([etym.] Ἦλις)
A of or from Elis: τὰ Ἠλιακά the Antiquities of Elis, Paus.5 tit.; οἱ Ἠλειακοί philosophers of the school of Elis, disciples of Phaedo, Str.9.1.8, D.L.Prooem.17, 2.105,126.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλειακός — ή, ό (Α ἠλ(ε)ιακός, ή, όν) Ηλεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ήλιδα αρχ. φρ. 1. «ἠλειακή σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Σωκρατικό Φαίδωνα τον Ηλείο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἠλειακοί οι μαθητές και οπαδοί τού… …   Dictionary of Greek

  • ПИЛОС —     I.    • Πι̃λος,          см. Vestimenta, Одежда, 5.     II.    • Pylus,          Πύλος, название 3 городов в Пелопоннесе:        1. Πύλος ο̉ Ήλειακός, в Северной Элиде на Пенее, на дороге из Олимпии в Элиду, никогда не имевший политического… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПИЛОС —     I.    • Πι̃λος,          см. Vestimenta, Одежда, 5.     II.    • Pylus,          Πύλος, название 3 городов в Пелопоннесе:        1. Πύλος ο̉ Ήλειακός, в Северной Элиде на Пенее, на дороге из Олимпии в Элиду, никогда не имевший политического… …   Реальный словарь классических древностей

  • Liste von Flüssen in Griechenland — Dies ist eine Liste von Flüssen in Griechenland in alphabetischer Sortierung nach deutscher Transkription der Namen. Die Längen der Flüsse beziehen sich immer auf deren Verlauf auf griechischem Territorium. Flüsse, welche entweder außerhalb… …   Deutsch Wikipedia

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ …   Dictionary of Greek

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω …   Dictionary of Greek

  • πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”